- μεμβράνα
- και μεμβράνη, η (ΑM μεμβράνα)λεπτό κατεργασμένο δέρμα ζώου που χρησιμοποιείται ως γραφική ύλη, η περγαμηνή («ἐρχόμενος φέρε, καὶ τὰ βιβλία, μάλιστα τὰς μεμβράνας», ΚΔ)νεοελλ.1. λεπτό δέρμα, ύφασμα ή χαρτί που έχει διάφορες εφαρμογές και χρήσεις (α. «μεμβράνα τύμπανου» β. «μεμβράνα πολυγράφου»)2. φυσικό περίβλημα από λεπτό δέρμα, υμένας3. (επικοιν.) λεπτότατο έλασμα που τοποθετείται μπροστά από τα πηνία τών τηλεφώνων ή τών μεγαφώνων και το οποίο δονείται με παλμική κίνηση υπό την επίδραση τών μεταβολών τού πεδίου τού μαγνήτη4. (φυσιολ.-βιολ.) λεπτό στρώμα ιστού που καλύπτει μια επιφάνεια ή διαιρεί ένα όργανο («κυτταρική μεμβράνα»)5. χημ. λεπτό διάφραγμα αποτελούμενο από κατάλληλο πορώδες υλικό φυσικής ή συνθετικής προέλευσης το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο μέσα για να προκαλέσει τη μεταβολή τής συγκέντρωσης ενός ή περισσότερων από τα συστατικά τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. membrana «στρώμα ιστού» (< membrum «μέλος»)].
Dictionary of Greek. 2013.